28/3/13

Αθήνα Θεσσαλονίκη με ΚΤΕΛ

Κάποτε διαφωνούσαμε για το ποιος έκανε πιο γρήγορα τη διαδρομή. Door to door μετρούσε ο χρόνος. Δεν μας απασχολούσαν διόδια και καύσιμα.

Τώρα όποιος έχει το προνόμιο να ταξιδεύει στην εθνική οδό με Ι.Χ. θα βαρεθεί να χαιρετάει υπαλλήλους στα γκισέ των διοδίων. Όμως θα απολαύσει άδειους δρόμους.

Η άλλη επιλογή είναι το ΚΤΕΛ. Λίγες ώρες παραπάνω από ότι παλιά, αλλά δίνεται η ευκαιρία και για μερικά κλικ.






 

26/3/13

Σοκ και δέος.

Διαβάζοντας την "αναφορά στον Γκρέκο" του Καζαντζάκη, συνάντησα το παρακάτω:

"Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τα χρόνια εκείνα ξακουστός για την αγιοσύνη του, ο Μακάριος ο Σπηλαιώτης. Αυτόν κίνησα να δω. Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό, είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του ξομολογηθώ. Όχι τα κρίματά μου, δεν πίστευα να 'χα κάμει ως τότε πολλά, όχι τα κρίματά μου παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ' έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Έφτασα κατά το μεσημέρι στ' ασκηταριά. Τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε από μια σπηλιά, τρόμαξα. Σα να 'χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ο σκελετός αυτός από τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει να ντυθεί όλες τις σάρκες του. Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαυμασμός. Δεν τόλμησα να τον ζυγώσω, τον ρώτησα από μακριά. Άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου 'δειξε μια μαύρη σπηλιά αψηλά στα χείλια του γκρεμού.

Πήρα ν' ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τ' αγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Έσκυψα να δω μέσα. Μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ. Σιγά σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σε μια σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο. Έκαμα να φωνάξω, μα η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο ανησυχαστική, που δεν τόλμησα. Σαν αμαρτία, σαν ιεροσυλία μου φάνηκε εδώ η φωνή του ανθρώπου.

Είχαν πια συνηθίσει τα μάτια μου στο σκοτάδι, κι ως τα γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό. Δύο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:

-Καλώς τον!"

Στο ανάγνωσμα αυτού του αποσπάσματος θυμήθηκα την πριν από χρόνια (2007) επίσκεψή μου στην ορεινή Αρκαδία, και συγκεκριμένα στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου.

Ήταν η περίοδος που συμμετείχα στη φωτογραφική ομάδα του Δήμου Χαϊδαρίου και υπό την οργάνωση του "δασκάλου" Βασίλη Νίκα μια στο τόσο εξορμούσαμε στα πέριξ της Αθήνας. Στην παρέα μας για τη συγκεκριμένη εκδρομή η Κική, η Σοφία, ο Αυγουστίνος, ο Σωτήρης και πολλοί ακόμη...



Πέρασε τόσος καιρός που έχω ξεχάσει και τα τοπωνύμια. Σίγουρα θυμάμαι τη μαγευτική Ζάτουνα, το χωριουδάκι έξω από τη Δημητσάνα όπου και μείναμε το βράδυ. Τα υπόλοιπα, ακόμη και το όνομα της μονής τα επιβεβαίωσα μέσω googling. 

Πέρα από τα μαγευτικά τοπία της Γορτυνίας, ο λόγος που το θυμήθηκα είναι συγκεκριμένος. Η επίσκεψη στη μονή. Μια μονή που σε έγγραφα του 1800 αναφέρεται ότι ήδη λειτουργούσε για 700 χρόνια. Και με την ευκαιρία ξαναβλέπω τις φωτογραφίες της εκδρομής εκείνης.

Η διαμονή στον ξενώνα στη Ζάτουνα ήταν εξαιρετική. Το πρωινό που ξημέρωσε ήταν ιδανικό για τη συνέχεια της περιήγησης.









Η διαδρομή στην ορεινή Αρκαδία μαγευτική.






Μετά από κάμποση ώρα περπάτημα σε μονοπάτι αντικρύσαμε τη μονή. Εικόνες από τα Μετέωρα και τη μονή Σίμωνος Πέτρας ήρθαν στο νου μου. 




Μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο, συναντήσαμε γυναίκες μοναχούς να αποχωρούν. Μία από αυτές αποχαιρετά με ασπασμό έναν άνδρα μοναχό. Στη θέα της φωτογραφικής μηχανής η μοναχός ενοχλείται αρχικά, και κατόπιν με τη δέουσα καλοσύνη μού ζητά να μην τους "εκθέσω", παραδείγματος χάριν παρουσιάζοντας κάποιο μεμονωμένο καρέ και συμπληρώνοντας μια κάποια ιστορία.







Εν τέλει, τράβηξα δύο τρεις φωτογραφίες. Οφείλω να δηλώσω ότι όντως δεν υπήρχε τίποτα επιλήψιμο στον ασπασμό των δύο μοναχών. Ίσως μόνο η αντίδραση του τύπου "όποιος έχει τη μύγα". Νομίζω ήταν κοντά και το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, οπότε δικαιολογημένη η επιφυλακτικότητα.
 





Συνηθισμένος από την επίσκεψή μου στο Άγιο Όρος, αναζήτησα το αρχονταρίκι της μονής, όπου και όπως το είχα φανταστεί, υπήρχε σερβιρισμένος καφές. Είχε αρκετούς επισκέπτες οπότε γι' αυτό το λόγο μάλλον είχαν έτοιμους ελληνικούς καφέδες σε φλυτζανάκια, οι οποίοι όμως δυστυχώς είχαν κρυώσει. Απορώ και γω με τον εαυτό μου πώς θυμάμαι αυτή τη λεπτομέρεια, αλλά τελικά είναι οι λεπτομέρειες σ' αυτή τη ζωή που κάνουν τη διαφορά.

Πριν ή μετά τον καφέ, ο μοναχός επί της υποδοχής μας έδειξε μια σκάλα, η οποία οδηγούσε σε ένα δώμα. Εκεί, μας είπε, βρίσκονται τα κρανία (κάρες) μοναχών που περάσαν από εκεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, η περιέργεια χτήπησε κόκκινο!

Σηκώθηκα διακριτικά και περπάτησα προς τις σκάλες. Οδηγούσαν σε ένα σκοτεινό σχετικά δωμάτιο, με στενή είσοδο. Μπήκα μέσα. Σοκ. Μόνος μου απέναντι σε αναρίθμητα κρανία, αληθινά κρανία νεκρών ανθρώπων! 

Διαβάζοντας το απόσπασμα του Καζαντζάκη, ο οποίος βεβαίως παρομοιάζει τον εν ζωή μοναχό με σκελετό, ήρθε στο νου μου η μνήμη από τη στιγμή εκείνη που αντίκρυσα το μακάβριο και αποκρουστικό αυτό θέαμα.

Ένιωσα το χρόνο να παγώνει, με έπιασε σύγκρυο. Σκέφτηκα να βγάλω φωτογραφία. Ιεροσυλία; Ήμουν μόνος, κανείς δε θα με έβλεπε. Μόνο ίσως κάποιος από ψηλά.

Τρία κλικ. Δύο κουνημένες, και μία σχεδόν καλή λήψη, το αποτέλεσμα. Είπαμε, απειρία, σκοτάδι, ταραχή... Σκέφτομαι πως αν ξαναβρισκόμουν εκεί θα είχα πετύχει καλύτερο αποτέλεσμα.



Όπως και να 'χει, μέχρι στιγμής η φωτογραφία αυτή αποτελεί ό,τι πιο "περίεργο" έχω φωτογραφίσει. Σαφώς και δεν τη θεωρώ από τις "καλές" μου. Όμως είναι σίγουρα η πιο ιδιότροπη λήψη μου. Σκόπευα και μέσα μου σφιγγόμουν. Κατεβαίνοντας τη σκάλα ένιωθα σαν να είχα κλέψει κάτι. Ύβρις; Σήμερα που το ξανασκέφτομαι είμαι κατασταλαγμένος. Δεν παίζει ρόλο το ότι βρισκόμουν σε μοναστήρι. Αντίκρυζα τη ζωή και το θάνατο μαζί, ίσως πρώτη μου φορά με τέτοιο τρόπο.

Σοκ και δέος. 














 




22/3/13

Στέλλα και Αλεξάνδρα [πρόσωπα]

Βροχερό πρωινό στην Κομοτηνή.
Ευκαιρία για ενασχόληση με τον υπολογιστή.
Μερικά ακόμη πορτραίτα.






Στέλλα και Αλεξάνδρα

11/3/13

Μία Πόλη, δύο κόσμοι.*

Δύο μέρες είναι αρκετές για να πάρει κανείς μια γεύση από το μέγεθός της. Δύο μήνες είναι λίγοι για να την εξερευνήσει από άκρη σ´ άκρη. Δεκαεπτά εκατομμύρια άνθρωποι. Μιάμιση Ελλάδα. Τρεις φορές η Αθήνα, εβδομήντα φορές η Πάτρα.


Ήταν η πέμπτη μου φορά που την επισκέπτομαι. Κάθε επίσκεψη και πιο ουσιαστική. Την πρώτη φορά ήταν το δέος για τα Βυζαντινά μνημεία και το "πάλι με χρόνια με καιρούς". Τις επόμενες επίκεντρο έγινε το σύγχρονο πρόσωπο αυτής της Μητρόπολης του κόσμου. Με μια κρυφή πικρία να μού ‘ρχεται στη θέα των εγκαταλελειμμένων αρχοντικών. Δεν πάει πολύς καιρός που σ' αυτήν την πόλη η ελίτ μιλούσε (και) ελληνικά.

Εν μέσω παρόμοιων ανάμεικτων σκέψεων ο έλληνας επισκέπτης στο κέντρο θα δει την πιο "ευρωπαϊκή" πλευρά της πόλης. Περπατώντας τη διάσημη οδό Ιστικλάλ προς τη σχολή του Γαλατά θα συναντήσει από παραδοσιακά καφενεία που προσφέρουν τσάι, το εθνικό αφέψημα των Τούρκων στο παραδοσιακό ποτηράκι, μέχρι καλαίσθητα μπιστρό όπως το Arakafe του γνωστού φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ. 

Στην "ιταλική συνοικία" τα έπιπλα των αντικερί γίνονται αφορμή για ακόμη ένα ταξίδι στο χρόνο. Στη "γαλλική οδό" ο λάτρης της διακόσμησης, των συλλεκτικών αντικειμένων και του ντιζάιν θα έχει την τιμητική του. Μια επίσκεψη στο “Μουσείο της Αθωότητας” είναι επιβεβλημένη για όποιον έχει διαβάσει το ομότιτλο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας Ορχάν Παμούκ. 

Επόμενη στάση στο καφέ της Istanbul modern, του μουσείου σύγχρονης τέχνης της πόλης με θέα το Βόσπορο και αέρα από Tate του Λονδίνου. Γρήγορα έρχεται το δίλημμα. Παλιά Πόλη, Σκεπαστή Αγορά και Αγιά Σοφιά, ή Ορτάκιοϊ για γεμιστή πατάτα και ποτό με θέα την κρεμαστή γέφυρα που ενώνει τις δύο ηπείρους;

Οι επιλογές είναι άπειρες, όπως και τα δρώμενα σ´ αυτήν την πόλη. Μουσικές σκηνές, εκθέσεις, εστιατόρια, χαμάμ, μουσεία, περιηγήσεις, όρεξη για ψάξιμο να υπάρχει. Από τη μία η ευκολία στην πρόσβαση (με καθημερινές πτήσεις και λεωφορεία), τα οικονομικά ξενοδοχεία σε ανακαινισμένα παλιά κτήρια στο κέντρο της πόλης, από την άλλη η γοητεία της τοποθεσίας, των αντιθέσεων, της ιστορίας, τα όσα ακόμη έχω αφήσει ανεξερεύνητα, με κάνουν να θέλω να ξαναπάω, ίσως την Άνοιξη, ιδανική εποχή.



*δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΤRIP, 8/3/2013